- βραδινός
- -ή, -όαυτός που γίνεται, έρχεται, εμφανίζεται το βράδυ: Το βραδινό φαγητό πρέπει να είναι πάντα ελαφρύ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βράδινος — βράδινος, α, ον (αιολ. τ.) (Α) ραδινός. [ΕΤΥΜΟΛ. βράδινος < Fράδινος (βλ. ραδινός)] … Dictionary of Greek
βραδινός — και βραδυνός, ή, ό (Μ βραδινός, ή, όν) 1. ο σχετικός με το βράδυ, αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται κατά το βράδυ 2. το θηλ. ως ουσ. η βραδινή και βραδινιά (Μ βραδινή) το βράδυ 3. το ουδ. ως ουσ. το βραδινό το βράδυ … Dictionary of Greek
βραδίνοις — βράδινος masc/neut dat pl ῥαδινός slender masc/neut dat pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράδινε — βράδινος masc voc sg ῥαδινός slender masc voc sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράδυ — το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος νεοελλ. φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα … Dictionary of Greek
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
έσπερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος ή αδελφός του Άτλαντα, πατέρας των Εσπερίδων. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως το ωραιότερο από τα άστρα. Τα ονόματα Έ. και Εωσφόρος αφορούν την Αφροδίτη. II Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Παμφυλία… … Dictionary of Greek
αλαργαδινός — ή, ό ο αλαργινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρ. αλάργα και παραγωγική κατάλ. –ινός, με συμφυρμό προς τη λ. βραδινός] … Dictionary of Greek
αντικρινός — ή, ό εκείνος που βρίσκεται αντίκρυ, απέναντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντίκρυ. Η γραφή αντικρινός, με ι , αντί υ (αντικρυνός, πρβλ. και αντικρύζω) οφείλεται σε ορθογραφική εξομοίωση της λ. προς το πλήθος των επιθέτων σε ινός (πρβλ. και βραδινός αντί… … Dictionary of Greek